Ο Ουαλίντ, γεννήθηκε πριν καμιά πενηνταριά χρόνια σε μια φτωχογειτονιά έξω απ' το Μαρακές. Μοναχογιός οικογένειας μεταναστών από την υποσαχάρια Αφρική που ήρθαν στο Μαρόκο αναζητώντας μια καλλίτερη τύχη, ξύπνιος κι αεικίνητος, με τη σπιρτάδα του φτωχοδιάβολου στο μυαλό και το βλέμμα , ξέκοψε, πιτσιρικάς ακόμη, απ'τα φουστάνια της μάνας του και τρύπωσε εν αγνοία της στα σοκάκια της μεδίνας.
Ο Ουαλίντ ζορίστηκε. Πολύ! Δέκα χρονώ παιδάκι, ξυπόλυτο, να τσαλαβουτάει στα λασπόνερα των σουκ προσπαθώντας να πιάσει μεροκάματο, πέρασε απ'όλα τα πόστα, παντού όπου του υπόσχονταν μερικά ντιράμ στην τσέπη ή έστω ένα πιάτο φαΐ κι ένα στεγνό κι ασφαλές μέρος για να περάσει τη νύχτα.
Ο Ουαλίντ όμως τα κατάφερε. Παρ'όλες τις δυσκολίες και τις κακουχίες, χάρη στην έμφυτη εξυπνάδα, την αποφασιστικότητα και τη δύναμη που του 'δινε η απελπισία, έμαθε να επιβιώνει κόντρα στις συνθήκες, να ελίσσεται και να προσαρμόζεται σχεδόν στα πάντα και το 'κανε τόσο καλά που σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, τα άλλα χαμίνια της μεδίνας λίγο περιπαικτικά - λίγο από θαυμασμό, του κόλλησαν το παρατσούκλι "ο χαμαιλέων".
Κάποια μέρα η καλή του τύχη τον έφερε στο κατώφλι του μαγαζιού του μπάρμπα-Σαΐντ στο σουκ των βαφέων.
Ο Σαΐντ, παλιός μάστορας, είχε βάψει πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα νημάτων στη ζωή του, μετάξι, μαλλί, μπαμπάκι κι η φήμη της δουλειάς του είχε εξαπλωθεί σ'ολόκληρο το Μαρακές. Άκου να δεις, του είπε, εγώ είμαι ήδη 60 χρονών δε θα μπορώ να δουλεύω για πολύ ακόμα...
Σ'έχω δει, είσαι ξύπνιος και δουλευταράς, άμα θες έλα δίπλα μου να μάθεις τη δουλειά, εγώ παιδιά δεν έχω, μια μέρα το μαγαζί θα γίνει δικό σου. Πλούσιος δε θα γίνεις, αλλά το μεροκάματο δε θα σου λείψει...
Τα χρόνια πέρασαν, ο μπάρμπα-Σαΐντ εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο, το μαγαζί πέρασε στα χέρια του Ουαλίντ όπως του το 'χε υποσχεθεί ο μακαρίτης, τη δουλειά την αγάπησε, το μεροκάματο καλούτσικο κι ύστερα, έχει και τα τυχερά του, σαν περνούν οι τουρίστες, όλο και κάποιος του αφήνει ένα μπαξίσι σε αντάλλαγμα για μια μίνι ξενάγηση στα άδυτα του βαφείου.
Ο Ουαλίντ κοντεύει πια τα χρόνια του μπάρμπα-Σαΐντ όταν γνωρίστηκαν.
Ο Ουαλίντ είναι χαρούμενος και δοξάζει τον Αλλάχ που τα κατάφερε στη ζωή του, μόνο που κάτι βράδια τον πονάει το στήθος του όταν ανασαίνει, ο γιατρός λέει πως φταίνε οι αναθυμιάσεις απ'τα χρώματα. Μάλλον έχει έρθει η ώρα να βρει κι αυτός με τη σειρά του ένα πιτσιρικά για να συνεχίσει το μαγαζί όταν έρθει εκείνη η ώρα.
Ο Ουαλίντ είναι πλέον σεβαστός και ξακουστός για τη δουλειά του μέσα στο σουκ, αλλά το παρατσούκλι που του κόλλησαν κάποτε τα χαμίνια δεν το απαρνιέται.
Ίσα - ίσα, τώρα πια που το πετσί στα χέρια του αλλάζει καθημερινά αποχρώσεις ανάλογα με τη βαφή που δουλεύει - σε όλο το φάσμα, απ'το κίτρινο της ώχρας μέχρι το μπλε του κοβαλτίου - του μοιάζει ακόμα πιο ταιριαστό: Ο χαμαιλέων!