Πάνε δυο χρόνια που ο Πελοπίδας το Σκιάχτρο είχε πιάσει δουλειά σ'ένα φυστικοχώραφο λίγο έξω απ'τη Μακρακώμη. Καθήκον του, να κυνηγάει τα κοράκια που όταν κάρπιζαν τα δέντρα κι όσο τα φυστίκια ήσαν ακόμα τρυφερά, χωρίς κέλυφος, έρχονταν και τα τσιμπολογούσαν.
Κι ήταν δουλευταράς και φιλότιμος ο Πελοπίδας, γυμναζόταν καθημερινά κι ήταν τόσο αποτελεσματικός, που απ' τη μέρα που έπιασε δουλειά τα πουλιά της περιοχής λιμοκτονούσαν.
Ένα πρωινό ο κορακοαρχηγός είπε δεν πάει άλλο, φόρεσε το καλό του κατάμαυρο κοστούμι και κατέβηκε στο χωράφι. Ο Πελοπίδας έτρεξε όπως συνήθως να τον διώξει, αλλά εκείνος δε φοβήθηκε, όρθωσε τη φτερωτή του κορμοστασιά, στάθηκε απέναντι και μ'όσο θάρρος είχε μέσα του φώναξε: Σκιάχτρο, πρέπει να σου μιλήσω!
Ο Πελοπίδας. παρ'όλη την έμφυτη καχυποψία του και το αίσθημα ευθύνης που απέρρεε απ' τα επαγγελματικά του καθήκοντα, άθελά του σκέφτηκε ...τί σκατά? Κοράκι που μιλάει?? Κοντοστάθηκε για μια στιγμή κι απρόθυμα αποκρίθηκε:
-Λέγε κόρακα και να είσαι σύντομος, δεν έχω όλη τη μέρα δικιά μου!
-Τί σου 'χουμε κάνει και μας διώχνεις? Ολάκερη η φαμίλια μου πεθαίνει απ'την πείνα!
-Αυτή ειν' η δουλειά μου κόρακα, να διώχνω εσένα και τους ομοίους σου.
-Ναι, αλλά... θέλω να πω, γιατί το κάνεις? Ποιός σε υποχρεώνει?
-Γι αυτό μ'έχει βάλει εδώ τ'αφεντικό, να προστατεύω τις φυστικιές.
-Κι εσύ τί έχεις να κερδίσεις απ'αυτό? Δούλος τ' αφεντικού είσαι δηλαδή??
-Τί σόι ερώτηση είν'αυτή? Φυσικά και δεν είμαι δούλος αλλά ούτε και μπορώ να αγνοώ τις εντολές του αφεντικού. Αυτός με διόρισε στη θέση τούτη, μου 'δωσε την εξουσία και το καθήκον να επιβάλλω την τάξη στο χωράφι κι αν ποτέ κάτι χρειαστώ, θα με φροντίσει, μου παρέχει ασφάλεια!
-Ασφάλεια ε? Χμ... μάλιστα. Να σου πω ρε Σκιάχτρο, πόσον καιρό δουλεύεις εδώ?
-2 Χρόνια πάνω κάτω.
- Μάλιστα! Και για πες μου εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, πόσων χρονών τις κόβεις τις φυστικιές?
-Ε θα'ναι... δε θα'ναι 15 χρονών περίπου?
-Σωστά! Και τί πιστεύεις οτι γινόταν πριν πιάσεις εσύ δουλειά?
-Σαν τί να γίνει ρε κόρακα? Προφανώς το χωράφι ήταν αφύλακτο κι εσύ κι η φαμίλια σου καταστρέφατε τη σοδειά. Γι αυτό και με προσέλαβε.
-Καλά τα λες! Πάμε τώρα παρεούλα μια βόλτα μέχρι εκείνη τη γωνιά, πίσω απ' τη μάντρα του ποτιστικού να σου δείξω κάτι?
-Όχι κόρακα, εγώ δεν πέφτω στην παγίδα, το αφεντικό μου το έχει ξεκαθαρίσει: Μπορώ να κάνω ότι θέλω στο χωράφι, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να πλησιάσω το ποτιστικό!
-Και δε σ'έχει παραξενέψει αυτό? Έλα τώρα, ξύπνιο παιδί φαίνεσαι...
-Η αλήθεια είναι πως στην αρχή μου φάνηκε κομματάκι περίεργο, αλλά ξέρω οτι για να τηρείται η τάξη θα πρέπει ακόμα κι εγώ να τηρώ ευλαβικά τους κανόνες και ποτέ να μην αμφισβητώ τους νόμους.
-Έλα σου λέω, πάμε και δε θα το μετανιώσεις. Ούτε ένα λεπτό δε θα κάνουμε και στ'ορκίζομαι στην κορακίνα μου, δεν πρόκειται να πω ποτέ και σε κανέναν λέξη!
Ο Πελοπίδας σιχτίρισε μέσα του την ώρα και τη στιγμή που 'πιασε κουβέντα με τον κόρακα, αλλά η περιέργεια του 'τρωγε τα σωθικά κι έτσι έβαλε κάτω το κεφάλι κι ακολούθησε. Μισό λεπτό αργότερα κι ενώ είχαν ήδη φτάσει το σύνορο, κάνει ο κόρακας μια με το ράμφος του και του λέει δείχνοντας ένα λάκκο παραδίπλα:
-Για κοίτα λίγο εκεί να σε χαρώ...
Ο Πελοπίδας κάνει δυο βήματα και τί να δει? Μέσα στο λάκκο, σωροί από σκουπίδια, μπάζα, αδειανά μπουκάλια από φυτοφάρμακα κι ανάμεσά τους πεταμένα τ'άψυχα κορμιά από 5-6 σκιάχτρα σαν και του λόγου του.
-Τούτοι εδώ που βλέπεις Σκιάχτρο μου, είναι οι προκάτοχοί σου. Βλέπεις, το πετσί σας είναι φτιαγμένο από πλαστικό, ο ήλιος του καλοκαιριού το τσουρουφλίζει και το χαλάζι το τρυπάει. Όταν λοιπόν ξεφουσκώσετε και δε μπορείτε να μας τρομάξετε πια, τ'αφεντικό σας πετάει στο λάκκο με τα σκουπίδια κι έπειτα κατεβαίνει στην πόλη ν'αγοράσει τον επόμενο. Έτσι ήρθες κι εσύ, έτσι θα'ρθει σε κάνα δυο χρονάκια ο αντικαταστάτης σου...
Ο κόρακας χτύπησε φιλικά τον Πελοπίδα στην πλάτη, η λυπητερή του κραυγή, "ΚΡΑΑΑΑΑ", έσκισε την πρωινή πάχνη του κάμπου, τίναξε τις φτερούγες του και πέταξε μακριά.
Το τί απέγινε από κει κι έπειτα δεν το κατέχω με σιγουριά, θα σας γελάσω και δε θα το 'θελα. Πάντως όταν ξαναπέρασα από κείνο 'κει το δρόμο 3 μήνες μετά, είδα όλη την κορακοφαμίλια καθισμένη στα σύρματα του ηλεκτρικού να λιάζεται κι έδειχναν όλοι τους ανέμελοι και χορτάτοι... Ο δε Πελοπίδας το Σκιάχτρο, πάντα καλογυμνασμένος και σ' εγρήγορση, μου φάνηκε πως τούτη τη φορά είχε στραμμένο το κοφτερό του βλέμμα προς τη μεριά του αφεντικού που ερχόταν στο χωράφι εκείνη την ώρα, καμαρωτός πάνω στο τρακτέρ του.
Comments