Barren
Την περιοχή ανάμεσα στην Chichaoua και το Sidi Mokhtar τη γνώρισα χρόνια πριν, την πρώτη φορά που είχα επισκεφθεί το Μαρόκο, μέσα από τα τζάμια ενός υπεραστικού λεωφορείου με φθαρμένα καθίσματα από πρασινωπή δερματίνη που αγκομαχούσε όποτε η άσφαλτος κάτω απ'τους τροχούς του ανηφόριζε, αφήνοντας πίσω του μαύρα σύννεφα μισοκαμμένου ντήζελ .
Τοποθετημένη στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο θεόστεγνο και στις παρυφές της ερήμου, Marrakech και τη μονίμως μουσκεμένη, θαλασσοδαρμένη, Essaouira, δεν είναι παρά μια αχανής έκταση, άγονη κι αδειανή, όπου τα ελάχιστα σημάδια ζωής εντοπίζονται κατά μήκος της "autoroute" που διχοτομεί την ερημιά με μια γραμμή ευθεία καμωμένη σαν από μαύρο μαρκαδόρο. Το έδαφος, επίπεδο, αμμώδες, σπαρμένο με μυριάδες κοτρώνια κάθε σχήματος και μεγέθους, εκτεθειμένο στον αμείλικτο ήλιο, έχει αποκτήσει μια ομοιόμορφη απόχρωση καστανής ζάχαρης. Ο ουρανός, θαμπός από τα υπολείμματα της υγρασίας του ωκεανού που καταφέρνουν να φτάσουν ως εδώ, έχει απολέσει το συνυφασμένο με το Μαρόκο βαθύ του μπλε και περιορίζεται σ'ένα μουντό γαλάζιο που διακόπτεται από λεπτές λωρίδες αραιής νέφωσης.
Μόνα σημάδια ζωής τ' αυτοκίνητα που προσπερνούν βιαστικά, εκμεταλλευόμενα την ασφάλεια του ασφαλτόδρομου για να φτάσουν στα θέρετρα της παραλίας και κάνα-δυο κάρα που χρησιμοποιούν τους χωματόδρομους που τέμνουν εγκάρσια την πετρώδη γη, μεταφέροντας τον οδηγό και την πραμάτεια του στον πλησιέστερο οικισμό. Οι μετρημένες στα δάχτυλα κατασκευές, ξερολιθιές και μαντριά, σε πλήρη εγκατάλειψη.
Κάποιες ελάχιστες ανθρώπινες μορφές, κουκουλωμένες με το χαρακτηριστικό μυτερό τζαλαμπά, που διακρίνονται πέρα στον ορίζοντα στους απέναντι λόφους, απλώς περνούν κι αυτές ρίχνοντας βιαστικές ματιές προς τα κάτω κι αμέσως γυρνούν εμπρός και συνεχίζουν το δρόμο τους.
Λες κι είναι απαγορευμένη γη, λες κι αν σταθείς να ξαποστάσεις για λίγο πάνω της ή αν αφήσεις το βλέμμα σου να περιηγηθεί την τραχιά επιφάνεια της, θα μεταμορφωθείς σε πέτρα και θα γίνεις για πάντα κομμάτι του τοπίου.
Το μέρος που δε μένει κανείς. Διέλευση και μόνον, αυστηρά!
Αυτό το κατ'εξοχήν αντι-φωτογραφικό και φαινομενικά αδιάφορο τοπίο ήταν για μένα μια αποκάλυψη, ταυτόχρονα και μια ευτυχής συγκυρία: Κινούμενος θεματικά εδώ και χρόνια, αυστηρά εντός των ορίων της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας, οι εικόνες που προβάλλονταν εμπρός μου μέσα απ'τα παράθυρα εκείνου του λεωφορείου, μού επέβαλαν μια ραγδαία αποστασιοποίηση από την πολυχρωμία, το θόρυβο, το τρεχαλητό του δρόμου και των αγορών, μια αναγκαστική εμβάθυνση στο μη-προφανές, στα δύο πιο αρχέγονα στοιχεία της πλάσης: Γη κι ουρανός. Μόνο!
Μου πήρε κάπου δέκα χρόνια να επεξεργαστώ μέσα μου τα "γιατί" και τα "διότι" της εμπειρίας εκείνης κι όταν ένοιωσα ότι κάπου πιάνω την άκρη του νήματος ξεκίνησα και πάλι για τα μέρη αυτά, με δικό μου μεταφορικό μέσο τούτη τη φορά και σκοπό να ξετυλίξω το κουβάρι της ανεξήγητης έλξης που άσκησαν επάνω μου.
Τότε μόνον, όταν βρέθηκα, πεζός πλέον, μέσα στο σπαρακτικά χέρσο τοπίο κατάφερα ν'αντιληφθώ την πραγματική έκταση της απουσίας και το δίλημμα που θέτει στον επισκέπτη:
Τί να'ναι άραγε το μέρος τούτο και πού τοποθετείται χρονικά? Είναι "πριν" ή "μετά"?
Πολύ νέο για να 'χει προλάβει να εποικιστεί ή πολύ παλιό που ερήμωσε μετά από μια συντέλεια?
Λευκός καμβάς που περιμένει το ζωγράφο ν'απλώσει πάνω του τα χρώματα ή αποκαΐδια ενός ένδοξου παρελθόντος που μένουν εκεί μάρτυρες της θνητότητας και του μάταιου της ύλης?
Τη μουσική επένδυση τόσο του video όσο και του slide show που ακολουθούν έκανε ο Alex K. τον οποίο ευχαριστώ θερμά για την τιμή που μου έκανε. Ειλικρινά δε θα μπορούσα να ελπίσω σε μια πιο ταιριαστή συνοδεία για τις εικόνες τούτες.